- Μάλερ, Γκούσταφ
- (Gustav Mahler, Κάλιστς Βοημίας 1860 – Βιέννη 1911). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Οι γονείς του, οι οποίοι είχαν άλλα δέκα παιδιά, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν εστιάτορας περιορισμένης μόρφωσης, ενώ η μητέρα του προερχόταν από καλλιεργημένη οικογένεια, γεγονός που καθόρισε τις σχέσεις του ζευγαριού και, μαζί με το θλιβερό και αγχωτικό κλίμα από αλλεπάλληλους θανάτους ανάμεσα στα αδέλφια του, είχε επίδραση στην ψυχοσύνθεση και στο έργο του Μ., όπως διαπίστωσε αργότερα ο Ζίγκμουντ Φρόιντ. Σε αυτό συνέτεινε και η αίσθηση του παρείσακτου την οποία βίωσε ως Βοημός στην Αυστρία, Αυστριακός στη Γερμανία και εβραϊκής καταγωγής γενικώς. Το μουσικό του ταλέντο εμφανίστηκε κατά την πρώιμη παιδική του ηλικία, αλλά άρχισε συστηματικές σπουδές στα 15 του, στο Ωδείο της Εταιρείας των Φίλων της Μουσικής στη Βιέννη, με δασκάλους τον Τζούλιους Επστάιν, τον Ρόμπερτ Φουχς και τον Φραντς Κρεν. Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας και φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Πρωτοεμφανίστηκε ως αρχιμουσικός το 1880, έχοντας αποτύχει να κερδίσει το Βραβείο Μπετόβεν ως συνθέτης. Αναδείχτηκε ως εξαίρετος ερμηνευτής και κατέλαβε σπουδαίες θέσεις στα θέατρα της Λειψίας, της Βουδαπέστης, του Αμβούργου και τέλος στην Όπερα της Βιέννης (1897), όπου παρέμεινε ως μουσικός διευθυντής επί δέκα χρόνια και αποσύρθηκε μετά τη διάγνωση της καρδιοπάθειάς του και τον θάνατο της μιας από τις δύο μικρές κόρες που είχε αποκτήσει από τον γάμο του με τη μουσικό Άλμα Σίντλερ. Το 1908 βρέθηκε στη Νέα Υόρκη ως διευθυντής της ορχήστρας της Όπερας Μετροπόλιταν και στη συνέχεια διευθυντής της ορχήστρας της Φιλαρμονικής Εταιρείας, αλλά το 1911 η ασθένειά του επιδεινώθηκε και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ευρώπη, όπου σύντομα πέθανε. Ο Μ. θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους μουσικούς, ένας καλλιτέχνης που συνδύασε με τον καλύτερο τρόπο τη φυσικότητα της μουσικής έκφρασης με τη βαθύτερη και την πιο βασανισμένη διανοητική προεργασία. Η παραδειγματική δραστηριότητά του ως μουσικού διευθυντή, η οποία οδήγησε την Όπερα της Βιέννης σε υψηλό επίπεδο αναγνώρισης, χαρακτηρίστηκε από τέλεια προετοιμασία του κλασικού ρεπερτορίου και κατάλληλο άνοιγμα προς κάθε ερμηνεία, ανεξάρτητα από τις προσωπικές του ιδέες. Η μακρόχρονη παραγνώριση του συνθετικού έργου του οφείλεται όχι μόνο στη ριζοσπαστικότητα της μουσικής του, αλλά και στις μεγάλες ερμηνευτικές του ικανότητες, που κέρδιζαν τις εντυπώσεις έναντι των έργων του. Οι συμφωνίες του απηχούν, περισσότερο από το έργο κάθε άλλου συνθέτη έως τότε, προσωπικές ψυχολογικές μάχες και υπαρξιακές αναζητήσεις. Στον τομέα της έκφρασης, χωρίς να ξεφύγει εντελώς από την υπάρχουσα συμφωνική παράδοση, την οδήγησε στα όριά της επεκτείνοντας τη μουσική γλώσσα έως τον κατακερματισμό της αντίστιξης, την ανανέωση του στοιχείου της τονικότητας (με το κλείσιμο μιας σύνθεσης σε διαφορετική τονικότητητα από την αρχή της), τον ειρωνικό σχολιασμό και την ανάδειξη διάφορων μουσικών ιδιωμάτων με την επέμβαση της ανθρώπινης φωνής ή άλλων ήχων. Πρωτοπόρος του εξπρεσιονισμού (όσον αφορά τη θέση του ως προς την επίσημη μουσική), ο Μ. εξέφρασε την τραγική δύναμη του πνευματικού πολιτισμού του 20ού αι. και επηρέσε έντονα το έργο της επόμενης γενιάς συνθετών, όπως του Άρνολντ Σένμπεργκ και του Άλμαν Μπεργκ. Στη νεότητά του έγραψε δύο όπερες, αλλά η φήμη του εδραιώθηκε με τις εννέα συμφωνίες του (1888-1909) και τους πολλούς κύκλους των Lieder, μεταξύ των οποίων τα τρία θαυμάσια τετράδια των Τραγουδιών της νεότητας (Lieder und Gesange aus der Jugendzeit, 1882), τα τέσσερα Tραγούδια ενός οδοιπόρου (Lieder eines jahrenden Gesellen, 1883), τα Τραγούδια για τα πεθαμένα παιδιά (Kindertotenlieder, 1902) και Το τραγούδι της γης (Das Lied von der Erde, 1908).
Dictionary of Greek. 2013.